- αποβατικός
- -ή, -όκατάλληλος για απόβαση, αυτός που σχετίζεται με την απόβαση: Η αποβατική επιχείρηση πέτυχε, αλλά οι απώλειες ήταν μεγάλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποβατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβατικός — ή, ό (Μ ἀποβατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την απόβαση ή ο κατάλληλος γι αυτήν («αποβατικά σκάφη, δυνάμεις, επιχειρήσεις») μσν. αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο κατάλληλος γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποβαίνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία… … Dictionary of Greek
ἀποβατικοί — ἀποβατικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… … Dictionary of Greek